- απροπόνητος
- η , ο [ος , ον ]1) спорт, нетренированный; 2) перен. неподготовленный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απροπόνητος — η, ο επίρρ. α αυτός που σε κάτι δεν προπονήθηκε, δεν προασκήθηκε: Πήρε μέρος στο αγώνισμα απροπόνητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απροπόνητος — η, ο αυτός που δεν έχει προπονηθεί ή ασκηθεί προηγουμένως … Dictionary of Greek
ασυγγύμναστος — ἀσυγγύμναστος, ον (Α) [συγγυμνάζω] ανάσκητος, απροπόνητος … Dictionary of Greek